Ο ναυαγός
ή
Το νησί της Αφροδίτης
1. Η περιπλάνηση
Ο Δίων ο Προυσαεύς (περίπου 40/50 – μετά το 110), γνωστός ως Χρυσόστομος, ρήτορας και στοχαστής, πέρασε μεγάλο μέρος της πολυτάραχης ζωής του ταξιδεύοντας. Παρά τις καλές του σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή, δυσαρέστησε τον Δομιτιανό (81-96) και εξορίστηκε, όχι μόνο από την Ιταλία αλλά και από τον τόπο καταγωγής του, τη Βιθυνία. Περιπλανώμενος σε μέρη που δεν συνήθιζαν να πηγαίνουν οι μορφωμένοι άνδρες της εποχής του, διδάχτηκε από βαρβάρους και από αγρότες. Έμαθε τον κόσμο καλά και ακόνισε την κριτική του σκέψη. Προβληματίστηκε πάνω στην κοινωνική τάξη και την κοινωνική ιεραρχία και αμφισβήτησε πολλές από τις πολιτισμικές αξίες, που άλλοι θεωρούσαν δεδομένες. Η ριζοσπαστική του προδιάθεση τον οδήγησε σε στάσεις ζωής αρκετά ακραίες και, κάποτε, ανατρεπτικές. Ένα από τα ταξίδια του τον οδήγησε στο κέντρο της Ελλάδας, όπως του φάνηκε. Από τον τόπο όπου βρέθηκε είδε ολόκληρο τον κόσμο, όπως κοιτά κανείς πλούσια θέα μέσα από μικρό παράθυρο. Για να καταγράψει τις σκέψεις του συνέθεσε ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο.
Με σκοπό να κατανοήσουν τον κόσμο διάφοροι μορφωμένοι άνδρες επισκέπτονταν την Αθήνα: κέντρο της Ελλάδας γεωγραφικό και συνάμα μόρφωσης. Ανατρεπτικός ο Δίων χαρακτήρισε κέντρο ένα ξεχασμένο νησί που δεν διέθετε φιλοσοφικές σχολές. Άλλωστε, στα Κοίλα της Νότιας Εύβοιας, στα στενά του Καφηρέα, όπου τον έριξε η μοίρα, σπανίως μετέβαινε κάποιος οικειοθελώς. Ο Δίων έφθασε ως ναυαγός.
2. Το ναυάγιο
Το ναυάγιο μοιάζει κάποτε με γέννηση. Ιδίως τη στιγμή που βγαίνει κάποιος από τη θάλασσα γυμνός και ξέπνοος. Αναχωρώντας με βία από τη Χίο, διωγμένος ή κυνηγημένος, ο Δίων ταξίδεψε στην αρχή του φθινοπώρου, όταν πια η ναυσιπλοΐα γινόταν επικίνδυνη και οι περισσότεροι ταξιδιώτες την απέφευγαν. Αντί να περιμένει ένα μεγάλο και ασφαλέστερο πλοίο, μπαρκάρισε στο πρώτο μικρό ψαράδικο που βρήκε διαθέσιμο ─ ένα σκαρί από αυτά που χρησιμοποιούσαν συχνά οι πειρατές. Στον Κάβο Ντόρο, έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή ─ γνώριμη άλλωστε και στους σημερινούς ταξιδιώτες. Για να σωθούν, οι ψαράδες τσάκισαν το μικρό τους σκάφος στα βράχια, κάτω από έναν γκρεμό. Στις συνθήκες εκείνες, οι επιβάτες ενός μεγάλου πλοίου δεν θα είχαν καμία ελπίδα.
Η Νότια γωνιά της Εύβοιας προξενούσε συχνά τον τρόμο. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν εξηγούσαν επαρκώς γιατί πολλοί ταξιδευτές έβρισκαν τον όλεθρο. Από τα τσακισμένα πλοία λίγοι έβγαιναν ζωντανοί. Οι φήμες ήθελαν ωστόσο να παρεμβαίνει και ο ανθρώπινος παράγοντας. Παραπλανητικές φωτιές, καθώς λεγόταν, αντί να τα οδηγούν τα πλοία σε ασφαλή λιμένα, τα έριχναν στις ξέρες. Κάποιοι ανέμεναν τα ναυάγια για να πλουτίσουν από τα φορτία τους, όσα έφταναν στη στεριά.
Στην ξέρα που βρέθηκε ο Δίων υπήρχαν μόνον αλιείς πορφύρας. Οι ψαράδες ναυαγοί έκαναν αμέσως την επιλογή τους. Προσφέρθηκαν να συνεταιριστούν με τους ντόπιους συναδέλφους τους και να αναζητήσουν την τύχη τους αλιεύοντας και αυτοί πορφύρα. (Είναι προφανές ότι δεν είχαν σκοπό να επιστρέψουν στον τόπο τους.) Μονάχος του ο Δίων άρχισε να αναζητά τρόπο για να συνεχίσει το ταξίδι του. Περπάτησε στην παραλία με το βλέμμα στραμμένο άλλοτε στη στεριά, μήπως εντοπίσει αραγμένο πλοίο, και άλλοτε στη θάλασσα, μήπως αντιληφθεί κάποιο να ταξιδεύει γιαλό γιαλό. Αλλά ο καιρός ήταν τέτοιος που κανένας δεν επιχειρούσε θαλασσινό ταξίδι στην περιοχή.
Τύχη αγαθή διασταύρωσε τα βήματά του με τα βήματα ενός κυνηγού. Στο σπίτι του βρήκε καταφύγιο, όσο χρειαζόταν για να συνέλθει. Ανηφορίζοντας με τον ξεναγό του από την παραλία στο ύψωμα όπου βρίσκονταν οι καλύβες της φιλοξενίας, πρόλαβε να ακούσει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.
3. Το νησί
Τα νησιά είναι κάποτε ένας ολόκληρος ο κόσμος. Αποκομμένα από τις άλλες στεριές, αναπαράγουν σε μικρογραφία όλες τις βασικές παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις. Όπως στους άλλους τόπους, όπου κατοικούσαν Έλληνες και Ρωμαίοι, στη Νότια Εύβοια μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ξεχώριζε τους κατοίκους της πόλης από τους κατοίκους του χωριού. Η πόλη ήταν το κέντρο της διοίκησης και του πολιτισμού. Εκεί συγκεντρώνονταν οι φόροι, γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης και λαμβάνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Μια αξιοπρεπής πόλη προστατευόταν από γερό τείχος και πύργους. Μέσα στο τείχος ήταν συγκεντρωμένα πολλά και μεγάλα σπίτια. Παραλιακή καθώς ήταν συνήθως, μια πόλη διέθετε λιμάνι για τα πλοία. Στην αγορά συγκεντρωνόταν το πλήθος για το καθημερινό εμπόριο και την ανταλλαγή πληροφοριών. Το θέατρο ήταν τόπος διασκέδασης, αλλά και συνεδρίασης. Συναθροισμένοι εκεί οι πολίτες άκουγαν τους ρήτορες και ψήφιζαν. Οι περισσότεροι πολίτες διέθεταν γη, άλλη κοντά και άλλη μακριά από την πόλη. Βασική τους μέριμνα ήταν η καλλιέργεια των κτημάτων και η εκτροφή ζώων. Αρκετοί ωστόσο ήταν τεχνίτες και έμποροι.
Το χωριό ήταν πρωτίστως μια παραγωγική μονάδα. Τα σπίτια ήταν μικρά, το εμπόριο περιορισμένο. Από το χωριό αγόραζε πάντως η πόλη τα βασικά είδη διατροφής. Μέρος των κερδών επέστρεφε στην πόλη με τη μορφή ενοικίων και φόρων. Χωριό και πόλη διατηρούσαν την επαφή τους κυρίως με την κυκλοφορία του χρήματος. Αυτό που τα χώριζε ήταν πρωτίστως ο πολιτισμός.
4. Ο κυνηγός
Ο κυνηγός που φιλοξένησε τον Δίωνα ήταν και αυτός ένα είδος ναυαγού: ένας ναυαγός της στεριάς. Ο πατέρας του βοσκούσε τα βόδια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Αλλά ο γαιοκτήμονας πέθανε και η περιουσία του δημεύτηκε. (Οι φήμες έλεγαν ότι τον ξέκανε ο αυτοκράτορας για να ιδιοποιηθεί την περιουσία του.) Δυο οικογένειες εργατών βρέθηκαν έτσι απλήρωτοι και άνεργοι. Αντί να συνωστιστούν στην αφιλόξενη πόλη ή να εγκατασταθούν άκληροι στο χωριό, επέλεξαν να παραμείνουν με τα παιδιά τους στα βουνά και τους λόγγους, εκεί όπου άλλοτε φρόντιζαν τα ξένα κοπάδια. Έκτισαν καλύβες, καλλιέργησαν ένα μικρό κομμάτι γης και εξέθρεψαν λίγα δικά τους ζωντανά. Με την επιλογή τους εκείνη βρέθηκαν έξω από τις οργανωμένες κοινότητες: ξωμάχοι και ερημίτες.
Αλλά το χρήμα είναι μεγάλη κινητήρια δύναμη. Οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν την ύπαρξη των ερημιτών, αναζητώντας τους διαφεύγοντες φόρους. Δεν είχαν σκοπό να επιτρέψουν τη δωρεάν εκμετάλλευση δημόσιας γης. Για να υπερασπιστεί τη θέση του, ο κυνηγός αναγκάστηκε να εμφανιστεί στην πόλη ως υπόδικος. Η επίσκεψη ήταν απρόσμενη, βίαιη και διδακτική.
Ο κυνηγός βρέθηκε στην πόλη ως απόλυτος ξένος. Δεν ήξερε τίποτα από τείχη, δημόσια κτήρια, ψηλά σπίτια ή ανθρώπινο συνωστισμό. Δεν είχε ιδέα τι σημαίνει δίκη ─ μολονότι μπορούσε να υποπτευθεί τι σημαίνει καταδίκη. Δικαζόμενος, βίωσε την παρουσία του στο θέατρο της πόλης ως θέαμα. Βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας, όπως ο ηθοποιός. Οι δικαστές τριγύρω του ωρύονταν ως ανικανοποίητοι θεατές που διψούσαν περισσότερο για αίμα παρά για απονομή δικαιοσύνης. Για καλή του τύχη, ο κυνηγός βρήκε πειστικούς προστάτες ─ ανάμεσά τους έναν άνθρωπο τον οποίο είχε άλλοτε περιθάλψει με καλοσύνη και ανιδιοτέλεια. Έτσι διέφυγε τον άμεσο κίνδυνο, ξέφυγε από τον πολιτισμό και επέστρεψε στις καλύβες του. Από τα πολλά που είχε μάθει ένα συγκράτησε περισσότερο: προτιμούσε τη ζωή του ερημίτη. Ο πολιτισμός της πόλης δεν τον είχε κερδίσει.
5. Ο κόσμος
Όπως όλα σχεδόν τα κατοικημένα νησιά, ακόμα και η Νότια Εύβοια διέθετε γέφυρες με τον υπόλοιπο κόσμο. Μια φήμη για έναν τυραννικό αυτοκράτορα υπενθύμιζε ότι η υπήρχε πάντα μια υπέρτατη εξουσία ικανή να επέμβει. Η ανάμνηση ενός νεκρού γαιοκτήμονα, που, έτσι κι αλλιώς, σπανίως επισκεπτόταν τα κτήματα και τα κοπάδια του, βεβαίωνε ότι οι φόροι και τα ενοίκια προορίζονταν, σε ένα βαθμό, για τρίτους, που κατοικούσαν σε άλλους τόπους. Μία και μοναδική επίσκεψη στην πόλη αποκάλυπτε όλους τους μηχανισμούς επιβολής και εκμετάλλευσης. Τα καράβια που άραζαν στο λιμάνι ήταν επαρκής υπαινιγμός για τη διακίνηση και το εμπόριο. Γέφυρα ήταν επίσης τα ναυάγια που έφερναν στο νησί ανθρώπους και πραμάτειες. Το νησί ήταν μια μικρογραφία του κόσμου. Διέθετε πόλη και χωριό. Δούλους και ελεύθερους. Πολίτες και ξένους. Πλούσιους και φτωχούς. Αγρότες και τεχνίτες. Ανθρώπους της θάλασσας και ανθρώπους της στεριάς.
Η ζωή έξω από την πόλη και έξω από το χωριό ήταν μια ζωή πέρα από τις κοινωνικές σχέσεις και πέρα από τον πολιτισμό. Ένα νησί μέσα στο νησί. Όποιος την επέλεγε, ληστής ή ξωμάχος, ήταν σαν επιλέγει ένα εθελοντικό ναυάγιο. Ο Δίων οδηγήθηκε εκεί όπως ένας ναυαγός που τον καθοδηγούσε ένας άλλος ναυαγός. Τις λίγες μέρες που φιλοξενήθηκε στην ερημιά, διαπίστωσε κάτι που του προξένησε βαθιά εντύπωση: ολόκληρη η ζωή μπορούσε να χωρέσει μέσα σε κάτι ελάχιστο, που ήταν συνάμα υπερβολικά μεγάλο. Ο απομονωμένος κόσμος των κυνηγών διέθετε όλα τα απαραίτητα: βουνά και κάμπους, τρεχούμενα νερά και εύφορα λιβάδια. Ήταν ένας παράδεισος με την ελληνική ή, μάλλον, την περσική έννοια, με αυτάρκεια αγαθών. Ο παράδεισος αυτός διέθετε μεγάλη ποικιλία ζώων: σκύλους, βόδια, αγελάδες και μοσχάρια, κατσίκες, χοίρους, άλογα και γαϊδούρια, ελάφια, ζαρκάδια και λαγούς, αγριογούρουνα, αρκούδες και λύκους. Από τροφές επίσης τίποτε δεν έλειπε, όσα έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να ζήσει και να ευφρανθεί: εκτός από κυνήγι, αβγά, σιτάρι, κριθάρι, κεχρί, κουκιά, ρεβίθια, λαχανικά και φρούτα, σούρβα, μούσμουλα, μήλα και σταφύλια. Και φυσικά, κρασί. Το νησί μέσα στο νησί είχε θέση και για τον έρωτα.
6. Ο έρωτας
Οι δυο οικογένειες των κυνηγών ήταν καθισμένες κατάχαμα, μέσα σε μια από τις καλύβες. Ο Δίων είχε, ως φιλοξενούμενος, τιμητική θέση. Η συζήτηση ήρθε γύρω από το μέλλον της κόρης που είχε η μία οικογένεια. Την αγαπούσε από καιρό ο γιος της άλλης οικογένειας και είχε αποφασιστεί ότι θα την παντρευτεί. Έτσι απλά. Ο νέος ήταν καλός κυνηγός και μπορούσε να εξασφαλίσει τροφή. Για να γίνει ο γάμος υπολείπονταν δυο μονάχα πράγματα: Το ένα ήταν να βρεθεί η κατάλληλη μέρα, όταν το φεγγάρι δεν είναι στη χάση του και ο καιρός είναι καθαρός, λαμπρά αιθρία. Το άλλο να εξοικονομηθεί κατάλληλο ζώο. Όπως όλες οι σπουδαίες πράξεις, ο γάμος προέβλεπε θυσία στους θεούς.
Στη συζήτηση μετείχαν οι πάντες, μικροί και μεγάλοι. Όλοι ήταν σύμφωνοι. Ο γάμος μπορούσε να γίνει το ταχύτερο. Άλλωστε, ο γαμπρός είχε εκθρέψει ένα γουρουνόπουλο, κρυφά από τους γονείς του. Περίμενε να το παχύνει για να το παρουσιάσει. Ήδη όμως αυτό κόντευε να σκάσει από το πάχος. Οι γυναίκες θα φρόντιζαν για το χοντραλεσμένο κριθάρι και το αλεύρι, τα συνοδευτικά της θυσίας. Αφού όλα ήταν όπως πρέπει, δεν υπήρχε λόγος χρονοτριβής. Είχε έρθει η ώρας να πάρουν τέλος τα βάσανα του ερωτευμένου αγοριού. (Για τα βάσανα του ερωτευμένου κοριτσιού δεν έγινε λόγος.) Μοναδικός καλεσμένος, ο Δίων.
7. Η αναχώρηση
Η αναχώρηση του Δίωνα ήταν βίαιη όσο και η άφιξη. Ο κόσμος που τον ανέμενε παρέμενε περίπλοκος, απαιτητικός, μοχθηρός και υποκριτικός. Ο Δίων συλλογίστηκε τους γάμους στις πόλεις με τις προξενήτρες, τις έρευνες για την περιουσία και το γένος των μελλόνυμφων, τις προίκες και τα έδνα, τις υποσχέσεις και τις απάτες, τα ομόλογα και τα συμφωνητικά, τις λοιδορίες και τις απέχθειες, ακόμα και την ώρα του γάμου.
Η ερωτική ζωή στις πόλεις ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ χειρότερη. Ο Δίων συλλογίστηκε την πορνεία. Κανένας σοφός την εποχή του δεν είχε βρει την ευκαιρία ή τη βούληση να ψέξει όπως αυτός, όχι μόνο τον πορνοβοσκό αλλά και τον πελάτη του. Με λόγια απλά και κοφτά, αυτός καυτηρίασε τους ανέραστους έρωτες, την αιχμαλωσία και το εμπόριο σωμάτων γυναικών και παιδιών, τα ρυπαρά οικήματα, την άσκοπη και άκαρπη συμπλοκή των σωμάτων που δεν οδηγεί στη γέννηση αλλά στη φθορά, την υποβολή σε αναίσχυντα έργα ανθρώπους που αισχύνονται, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν οι λυσσασμένοι και οι ακόλαστοι.
Ο Δίων αναπόλησε τη μικρή κοινότητα των κυνηγών. Τι καλά που θα ήταν αν ο πολιτισμός του μπορούσε να διδαχτεί κάτι από αυτήν. Από την απλότητα και την αγνότητα της ζωής στην απόμερη γωνιά ένας μισοξεχασμένου νησιού! Το αφήγημα με το οποίο κοινοποίησε τις εμπειρίες του στο ενδιαφερόμενο κοινό το ονόμασε Ευβοϊκός ή Κυνηγός. Θα μπορούσε να το ονομάσει επίσης, Ο ναυαγός ή το νησί της Αφροδίτης.
Σημείωση: Ο Ευβοϊκός ή Κυνηγός του Δίωνα, από όπου και όλες οι παραπάνω πληροφορίες, κυκλοφορεί σε δύο ωραίες νεοελληνικές μεταφράσεις: του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1994 και των Γιάννη Αβραμίδη και Στέλλας Μητσάκα, εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 1998.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment