Το συγκεκριμένο κείμενο προσπαθεί να προσδιορίσει το νομικό καθεστώς που διέπει τη νήσο Γιούρα, η οποία ανήκει στο σύμπλεγμα των νήσων Σποράδων, του Β.Αιγαίου. Οι αναφορές του κειμένου καλύπτουν το νομοθετικό πλαίσιο της νήσου, δεδομένων των πολλαπλών ιδιαιτεροτήτων, που αυτή παρουσιάζει σε μορφολογικό και οικολογικό-περιβαλλοντολογικό επίπεδο. Η σχετική νομοθεσία παρουσιάζεται βάσει των προαναφερθέντων ενοτήτων.
Υπάρχουν αναφορές σε προϊσχύσαντες νόμους, διατάξεις, προεδρικά διατάγματα και διεθνείς συνθήκες τα οποία ενσωματώνονται και περιέχονται στη ισχύουσα νομοθεσία. Οι αναφορές αυτές είναι περιορισμένες, δεδομένου ότι βασικό κριτήριο παρουσίασής τους, αποτελεί η διερεύνηση των κοινωνικοπολιτικών καθώς και των ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωσαν την κείμενη νομοθεσία. Διαφαίνεται από την πρόσφατη νομοθεσία, μια λεπτομερής καταγραφή θεμάτων και προτεραιοτήτων, τα οποία είχαν τεθεί ακροθιγώς σε προηγούμενα νομοθετήματα, πλην όμως, δεν ενεργοποιήθηκαν επαρκώς. Η έλλειψη ενεργοποίησής τους κατά τον χρόνο θεσμοθέτησής τους, οφείλεται εν πολλοίς, στις μη ώριμες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής και στη πιθανότητα να μην έχουν αναπτυχθεί επαρκώς στην κοινωνία μας, οι ενδογενείς διαδικασίες προστασίας και εξοικονόμησης του «περιβαλλοντικού κεφαλαίου».
Το γεγονός αυτό είναι ευδιάκριτο και παρατηρείται σε ένα μεγάλο μέρος της νομοθεσίας, που αφορά ζητήματα περιβαλλοντικά. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε κάθε προσπάθεια καταγραφής της νομοθεσίας που αφορά ένα συγκεκριμένο θέμα, παρατηρείται πληθώρα διατάξεων νόμου με συνεχείς επικαλύψεις, που ενώ δίνουν την εντύπωση της απόλυτης πλαισίωσης του θέματος, αδυνατούν να παρέχουν μια πρόσφορη πρακτική προσέγγισής του. Η παράθεση των νομοθετημάτων που ακολουθεί, σταχυολογεί την μελέτη περίπτωσης «Γιούρα», με στόχο την διευκρίνιση του νομοθετικού πλαισίου που υφίσταται.
Κατά το έτος 1992 ιδρύθηκε με Προεδρικό Διάταγμα, το Θαλάσσιο Πάρκο Σποράδων, με στόχους :
-την διαφύλαξη του πληθυσμού της μεσογειακής φώκιας που κινδυνεύει από τον τουρισμό, από την υπερβολική αλιεία και από την ρύπανση, παράγοντες που μειώνουν την τροφή της και καταστρέφουν τους βιοτόπους της.
-την διαφύλαξη και προστασία ενός από τους πιο σπάνιους γλάρους στον κόσμο, του αιγαιόγλαρου, που συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των απειλούμενων πουλιών.Το είδος αυτό ζει αποκλειστικά στη Μεσόγειο και ο παγκόσμιος πληθυσμός του δεν ξεπερνά τα 2.000 ζευγάρια.
-Τέλος, την διαφύλαξη της χλωρίδας και πανίδας της περιοχής που περιλαμβάνει σπάνια είδη με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Επειδή η δημιουργία προστατευόμενων περιοχών δεν διασφαλίζει από μόνη της την διατήρηση της βιοποικιλότητας, απαιτείται η θέσπιση σχετικών νομοθεσιών και η εφαρμογή κατάλληλων πρακτικών διαχείρισης της βιοιποικιλότητας.
Α.Περιβαλλοντικά και Χωροταξικά θέματα.
Με το Ν. 856/1937 «περί Εθνικών Δρυμών», ξεκίνησε στην Ελλάδα, το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της φύσης.
Με το Ν. 1465/1950 «Τοπία Φυσικού Κάλλους», θεσπίστηκαν πάνω από 300 περιοχές της χώρας, ως προστατευόμενοι χώροι, χωρίς παρ’ όλα αυτά να τύχουν ουσιαστικής προστασίας.
Με τον Δασικό Κώδικα και το Ν.Δ.86/69 όπως τροποποιήθηκε με το 996/1971, «περί εθνικών δρυμών, αισθητικών δασών και διατηρητέων μνημείων της φύσης», εμπλουτίστηκε η νομοθεσία για τις προστατευόμενες περιοχές.
Με το Ν.Δ. 191/1974 κυρώθηκε από την Ελλάδα, η διεθνής συμφωνία που υπογράφηκε στο Ραμσάρ του Ιράν. Με τη διεθνή αυτή συμφωνία, λαμβάνονται μέτρα προστασίας των διεθνούς ενδιαφέροντος υγροτόπων και ειδικότερα των υδροβιότοπων. Βάσει της συμφωνίας αυτής, προσδιορίστηκαν 11 (ήδη είναι 10 μετά την συνέννωση δύο εξ αυτών) ελληνικοί υγρότοποι ως διεθνούς σημασίας (η συνθήκη αυτή δεν αφορά την θαλάσσια περιοχή των Σποράδων).
Με το Π.Δ. 67/1981 «περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας και καθορισμού διαδικασίας συντονισμού και ελέγχου της ερεύνης επ’ αυτών», κηρύχθηκαν ως προστατευτέα είδη που περιλαμβάνονται σε εκτενή κατάλογο, τα περισσότερα των ενδημικών φυτικών και ζωικών ειδών της χώρας.
Με το Ν. 1335/1983 κυρώθηκε από την Ελλάδα, η διεθνής σύμβαση για την διατήρηση της άγριας ζώνης και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης.
Με το Ν. 1634/1986 κυρώθηκε από την Ελλάδα το Πρωτοκόλλο του 1982 για τις ειδικά προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου.
Με το Ν.1650/1986 για την «προστασία του περιβάλλοντος», στο κεφ. Δ΄που αφορά την προστασία της φύσης και του τοπίου, εισάγονται πέντε (5) κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών, οι οποίες κατά σειρά προβλεπόμενου βαθμού προστασίας είναι: περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, περιοχές προστασίας της φύσης, εθνικά πάρκα, προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, προστατευόμενα τοπία και στοιχεία του τοπίου και τέλος, περιοχές οικοανάπτυξης.
Με το Π.Δ.60/1998 (ΦΕΚ Α΄61/24-3-1998), περί καθορισμού χωρικής αρμοδιότητας των Τμημάτων Διαχείρισης Υδατικών Πόρων της Περιφέρειας, το νησί Γιούρα εντάχθηκε στο υδατικό διαμέρισμα Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας.
Με το Ν. 2742/1999 (ΦΕΚ Α΄207/7-10-1999), καθορίσθηκε ο χωροταξικός σχεδιασμός και η αειφόρος ανάπτυξη της χώρας. Σκοπός του νομοθετήματος αυτού είναι, εκτός των άλλων, και η προστασία του περιβάλλοντος στο σύνολο του εθνικού χώρου και στις επιμέρους ενότητές του, η διατήρηση των οικολογικών και πολιτισμικών αποθεμάτων και η προβολή και ανάδειξη των συγκριτικών γεωγραφικών, φυσικών, παραγωγικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Επίσης, η ολοκληρωμένη ανάπτυξη, ανάδειξη και προστασία των νησιών, καθώς και η προστασία των φυσικών και πολιτιστικών τους πόρων. Στο άρθρο 7 του παραπάνω νόμου, καθορίζονται Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, δηλαδή σύνολα κειμένων ή και διαγραμμάτων, με τα οποία εξειδικεύονται ή και συμπληρώνονται οι κατευθύνσεις του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που αφορούν την ανάπτυξη και οργάνωση του εθνικού χώρου. Συγκεκριμένα και μεταξύ άλλων, ορισμένων ειδικών περιοχών του εθνικού χώρου, ιδίως τις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές, τις ορεινές και προβληματικές ζώνες, τις περιοχές που υπάγονται σε διεθνείς ή ευρωπαϊκές συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και άλλες ενότητες του εθνικού χώρου που παρουσιάζουν κρίσιμα περιβαλλοντικά, αναπτυξιακά και κοινωνικά προβλήματα. Στο άρθρο 8 του παραπάνω νόμου, καθορίζονται τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, τα οποία καταρτίζονται για κάθε περιφέρεια της χώρας, τα οποία αποτελούν σύνολα κειμένων ή και διαγραμμάτων με τα οποία καταγράφεται και αξιολογείται η θέση της περιφέρειας στο διεθνή και ευρωπαικό χώρο, ο ρόλος της σε εθνικό επίπεδο και σε σύγκριση με άλλες περιφέρειες κ.λ.π. Επίσης, στο παραπάνω άρθρο περιλαμβάνονται, οι κατευθύνσεις για την ισόρροπη και αειφόρο διάρθρωση του περιφερειακού οικιστικού δικτύου, καθώς και οις βασικές προτεραιότητες για την προστασία, διατήρηση και ανάδειξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιφέρειας.
Με την μ’ αριθμ. 55015/112/11-1-2002 απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος, εγκρίθηκε η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου Βορείων Σποράδων.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των παραπάνω νομοθετημάτων, εκδόθηκε η μ΄αριθμό 235/2003 (ΦΕΚ Δ΄621/19-6-2003) κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – ΠΕΧΩΔΕ - Γεωργίας – Εμπορικής Ναυτιλίας. Με την παραπάνω υπουργική απόφαση, χαρακτηρίσθηκε ως Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΑΡΚΟ ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ και ΒΟΡΕΙΩΝ ΣΠΟΡΑΔΩΝ (Ε.Θ.Π.Α.Β.Σ)», η θαλάσσια και χερσαία περιοχή των Βορείων Σποράδων, που βρίσκεται στην εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του 1923 και κάτω των 2000 κατοίκων περιοχή του Δήμου Αλοννήσου. Η περιοχή που προστατεύεται αποτελείται από τη νήσο Αλόννησο, το Β.Α. τμήμα της Σκοπέλου και τις ακατοίκητες νησίδες Περιστέρα, Αδελφοί, Κυρά Παναγιά, Γιούρα, Σκάτζουρα, Πιπέρι και Ψαθούρα. Η έκτασή της είναι 251.440 Ha, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της (94%), καλύπτεται από θάλασσα.
Το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο αντιπροσωπεύει ένα μοναδικό σύμπλεγμα χερσαίων και θαλάσσιων μεσογειακών οικοτόπων. Φιλοξενεί πολλά είδη φυτών και ζώων μεταξύ των οποίων και ενδημικά, σπάνια ή προστατευόμενα είδη. Εκτός του επιστημονικού ενδιαφέροντος, η περιοχή παρουσιάζει και αρχαιολογικό εναδιαφέρον, δεδομένου ότι στα νησιά υπάρχουν ευρήματα και μνημεία των προιστορικών, κλασικών και βυζαντινών χρόνων, όπως σπηλαιολογικά ευρήματα, ναυάγια πλοίων, παλιά μοναστήρια και εκκλησίες. Οι σπηλιές της περιοχής αποτελούν ιδανικά καταφύγια της μεσογειακής φώκιας. Ένας απομονωμένος πληθυσμός της capra aegagrus ssp dorcas ζει αποκλειστικά στη νήσο Γιούρα. Υπάρχει αξιόλογη ερπετοπανίδα και ορνιθοπανίδα που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό μεταναστευτικών πουλιών καθώς και πολλά είδη που αναπαράγονται στην περιοχή. Αξιόλογη είναι και η πανίδα των ασπόνδυλων, ιδιαίτερα στη σπηλιά του Κύκλωπα, στη νήσο Γιούρα. Η ποικιλότητα των θαλάσσιων οικοτόπων (όπως τα λιβάδια Posidonia, οι ύφαλοι κ.α.) και η έλλειψη ρύπανσης στην περιοχή, επιτρέπει την υψηλή ποικιλότητα των θαλάσσιων ειδών.
Εντός των ορίων του παραπάνω Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου, ορίστηκαν δύο περιοχές, η περιοχή Α και η περιοχή Β. Το νησί Γιούρα ανήκει στην Α περιοχή μαζί με τα νησιά Ψαθούρα, Ψαθονήσι, Πιπέρι, Παππούς, Κυρά Παναγιά, Στρογγυλό κ.α. Η παραπάνω περιοχή Α χωρίζεται σε εννέα ζώνες και η νήσος Γιούρα ανήκει στην ζώνη Α3, «Περιοχή προστασίας της φύσης, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο της χερσαίας επιφάνειας του νησιού Γιούρα και την περιμετρική αυτού θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται σε ακτίνα 0,5 ναυτικού μιλίου γύρω από τις ακτές του νησιού».
Στην ζώνη αυτή (Α3) οι μόνες επιτρεπόμενες δραστηριότητες είναι:
Η έρευνα με ειδική άδεια και προυποθέσεις.
Η συντήρηση των υπαρχόντων κτιρίων και των σχετικών υποδομών που ανήκουν στο Δασαρχείο.
Η διαχείριση του ζωικού κεφαλαίου του νησιού από το Υπουργείο Γεωργίας.
Η παράκτια επαγγελματική αλιεία, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για την αλιεία, σε όλες τις ακτές του νησιού, εκτός από τον όρμο του Πνιγμένου.
Η προσέγγιση, αγκυροβολία και διανυκτέρευση (εντός των σκαφών) σκαφών επαγγελματικής αλιείας (μόνον παράκτιας), σε όλες τις ακτές του νησιού, εκτός από τον όρμο του Πνιγμένου.
Όταν η επίσκεψη στο σπήλαιο του «Κύκλωπα» επιτραπεί, η προσέγγιση και αγκυροβολία των επαγγελματικών τουριστικών σκαφών και σκαφών αναψυχής, θα επιτρέπεται μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου στα σημεία «Μεγάλη Βάλα» και «Συκιές». Οι επιβάτες θα δύνανται να επισκέπτονται μόνο το σπήλαιο του «Κύκλωπα».
Στην παραπάνω Α3 ζώνη, απαγορεύεται τελείως :
Η μέση επαγγελματική αλιεία σε απόσταση μικρότερη του 1,5 ναυτικού μιλίου από τις ακτές για τα γρι-γρι και σε απόσταση μικρότερη των 2 ναυτικών μιλίων από τις ακτές για τις μηχανότρατες.
Η ελεύθερη κατασκήνωση, η χρήση φωτιάς και το ψαροντούφεκο.
Η προσέγγιση και αγκυροβολία επαγγελματικών τουριστικών σκαφών και σκαφών αναψυχής.
Η ερασιτεχνική αλιεία σε απόσταση μικρότερη του 0,5 ναυτικού μιλίου από την ακτή του νησιού.
Στα θαλάσσια πάρκα, τα οποία αποτελούν προστατευόμενη περιοχή, κατοχυρώνεται νομικά η προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Οι προστατευόμενες αυτές περιοχές, προσφέρουν «καταφύγιο» σε πολλά είδη φυτών και ζώων που κινδυνεύουν από εξαφάνιση. Προστατεύονται συνεπώς οι τοπικοί θαλάσσιοι πόροι στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένου και του γενετικού αποθέματος της θαλάσσια ζωής.
Το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλοννήσου και Βορείων Σποράδων, αποτελεί την μία από τις δύο περιοχές της χώρας μας, που έχουν ενταχθεί στο Δίκτυο «Φύση 2000» και συγκεκριμένα, αυτή του νησιωτικού συμπλέγματος των Β. Σποράδων,. Με βάση την Κοινοτική Οδηγία 92/43/ΕΟΚ , την πιο σημαντική για την προστασία της φύσης, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία. «καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας», ιδρύθηκε το ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Ειδικών Ζωνών Διατήρησης, γνωστό ως «Φύση 2000» (Νatura 2000). Πρόκειται για περιοχές στις οποίες βρίσκονται συγκεκριμένοι τύποι οικοτόπων, που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι της προαναφερόμενης Κοινοτικής Οδηγίας ή που περιέχουν οικοτόπους συγκεκριμένων ειδών, που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας αυτής. Οι Ειδικές Ζώνες Διατήρησης χαρακτηρίζονται μετά από μία διαδικασία τριών
σταδίων. Στο πρώτο στάδιο, τα Κράτη-Μέλη είχαν την υποχρέωση να απογράψουν
τους τύπους οικοτόπων και τα είδη χλωρίδας και πανίδας και να αποστείλουν στην
Ευρωπαϊκή Επιτροπή έναν κατάλογο προτεινόμενων περιοχών.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής φάσης (1994-1996), καταγράφτηκαν οι
περιοχές της Ελλάδας με ιδιαίτερο οικολογικό ενδιαφέρον. Σε κάθε περιοχή
υποδείχθηκαν οι συγκεκριμένοι τύποι οικοτόπων με την έκταση που καταλαμβάνουν
(εντός αυτής της περιοχής), καθώς και τα συγκεκριμένα είδη φυτών και ζώων των
παραρτημάτων με τα πληθυσμιακά δεδομένα τους. Η δεύτερη φάση,είχε ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός Καταλόγου Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (List of Sites of Community ImportanceSCIs). Στη συνέχεια και με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μια διαδικασία επιστημονικής αξιολόγησης θα οριζόταν ο τελικός κατάλογος περιοχών του δικτύου. Στην Ελλάδα συνολικά αναγνωρίστηκαν 110 τύποι οικοτόπων, 39 είδη φυτών και 76 είδη ζώων. Με βάση την κατανομή αυτή, καταγράφηκαν 296 περιοχές που περιέχουν τύπους οικοτόπων και είδη της Οδηγίας, μετά από αξιολόγηση σύμφωνα με κριτήρια που καθορίστηκαν από την Οδηγία. Ο κατάλογος αυτών των περιοχών, γνωστός και ως «Επιστημονικός Κατάλογος» αποτέλεσε μία επιστημονική βάση αναφοράς για τον Εθνικό Κατάλογο, για τις εθνικές αρχές, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι 296 περιοχές κάλυπταν έκταση που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 30.000.000 στρέμματα. Στην έκταση αυτή των 30.000.000 στρεμμάτων περιέχονται και μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις (περίπου 6.000.000 στρέμματα), καθώς και εσωτερικά ύδατα (περίπου 1.500.000 στρέμματα). Το χερσαίο τμήμα, συμπεριλαμβανομένων και των εσωτερικών υδάτων εκτιμάται σε ποσοστό περίπου 18,2% της συνολικής γεωγραφικής επιφάνειας της χώρας.
Στην παρούσα φάση έχει οριστικοποιηθεί ο «Εθνικός Κατάλογος» που
περιλαμβάνει συνολικά 150 περιοχές SPA (Περιοχές Ειδικής Προστασίας της
Ορνιθοπανίδας) και 239 περιοχές SCI (Τόποι Κοινοτικής Σημασίας) (ορισμένες από
αυτές εν όλω ή εν μέρει είναι και περιοχές SPA). Οι περιοχές SPA που έχουν
κοινοποιηθεί στην Ε.Ε. από την Ελλάδα εντάσσονται αυτόματα βάσει της Οδηγίας των Οικοτόπων στο δίκτυο Natura 2000.
Πάντως, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι οι περιοχές του "ΦΥΣΗ 2000" δεν προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για φυσικά πάρκα, στα οποία απαγορεύεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί ότι το δίκτυο δύναται να συνυπάρξει με την οικονομική πρόοδο. Κατά συνέπεια, δραστηριότητες όπως η γεωργία, η θήρα ή ο τουρισμός, μπορούν να πραγματοποιούνται εντός των ορίων του ΦΥΣΗ, αλλά στο μέτρο που δεν θίγουν τις ανάγκες διατήρησης της φύσης. Περαιτέρω, το πρόγραμμα δεν έχει σχεδιαστεί με τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο θέσεις εργασίας ή το επίπεδο ζωής στις τοπικές κοινωνίες.
Με την 33318/3028/28-12-1998 ΚΥΑ, συνδέθηκε η θεσμοθέτηση των περιοχών του οικολογικού δικτύου «Φύση 2000», με το σύστημα και τις διαδικασίες του Ν.1650/1986, ο οποίος αναφέρθηκε παραπάνω.
Με το Ν. 3044/2002 ιδρύθηκαν οι Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών. Ένας εξ αυτών είναι ο Φ.Δ. Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου και Β.Σποράδων. Με την θεσμοθέτηση των προστατευόμενων περιοχών, η προσπάθεια προστασίας της βιολογικής ποικιλότητας δεν ολοκληρώθηκε, αλλά μάλλον τότε ξεκίνησε. Ήταν εξίσου απαραίτητο να εξασφαλιστεί το καθεστώς διαχείρισης, δηλαδή ο προσδιορισμός και η εφαρμογή όλων των μέτρων, των ενεργειών και των παρεμβάσεων που θα χρειάζονταν για την αποτελεσματική προστασία, οργάνωση και λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών, ώστε να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους, λαμβάνοντας υπόψη τον εθνικό και χωροταξικό σχεδιασμό. Απαραίτητη λοιπόν ήταν η διαχείριση των περιοχών αυτών και ο σαφής προσδιορισμός της.
Πέραν των παραπάνω αναφερόμενων, η Ελλάδα έχει υπογράψει και στις περισσότερες περιπτώσεις επικυρώσει, σειρά διεθνών συμβάσεων που σχετίζονται με την προστασία της φύσης, όπως την Σύμβαση της Βέρνης (1979) για την «προστασία της άγριας ζωής και των φυσικών οικοτόπων της Ευρώπης», την Σύμβαση της Βόννης (1979) για την «Προστασία των μεταναστευτικών ειδών άγριων ζώων», την Σύμβαση της Βαρκελώνης που τέθηκε σε ισχύ το 1999 για την «Προστασία της Μεσογείου θάλασσας από την ρύπανση» και άλλες. Όπως προανέφερα, η ύπαρξη ογκώδους νομοθετικού πλαισίου, δεν διασφαλίζει αυτόματα και την εφαρμογή του. Συγκρούσεις αρμοδιοτήτων μεταξύ υπεύθυνων κρατικών φορέων, ασάφειες, συγκρούσεις συμφερόντων καθώς και ανεπαρκείς διαθέσιμοι πόροι, είναι κάποιες απ’ τις αιτίες που συμβάλλουν στην μη εφαρμογή των ισχύοντων νόμων.
Β. Προσδιορισμός Περιοχών Χρήσης
Με το Π.Δ. 453/1977 καθορίστηκαν οι Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές (Ε.Κ.Π.) καθώς και το καθεστώς που τις διέπει. Η νήσος Γιούρα υπάγεται στις Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές, για έκταση 10.940 στρεμμάτων . Συγκεκριμένα, απαγορεύεται στη νήσο Γιούρα η προσέγγιση ατόμων με κυνηγετικό όπλο και με οποιοδήποτε πλωτό μέσο σε απόσταση 2.000 μ. από τις ακτές του νησιού, εκτός εκείνων που μεταβαίνουν για κυνήγι σύμφωνα με το πρόγραμμα της Ε.Κ.Π. (ειδική άδεια κατά τις κείμενες σχετικές διατάξεις -άρθρο 262 Ν.Δ.86/69-, ισχύουσα για την κυνηγετική περιφέρεια της Ε.Κ.Π., επιπλέον δε, να εφοδιάζεται και με ειδική άδεια θήρας.)
Επομένως το καθεστώς προστασίας που διέπει την παραπάνω νήσο, καθορίζεται σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο από την ένταξη της νήσου στο «Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλοννήσου και Βορείων Σποράδων», τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, την υπαγωγή του στον Ν.1650/86 σε συνδυασμό με την ένταξή του στο δίκτυο «Φύση 2000» (Natura 2000) και στις Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές (Ε.Κ.Π.). Σε διεθνές επίπεδο υπάγεται στο νομοθετικό πλαίσιο διεθνών συμβάσεων τις οποίες έχει επικυρώσει η χώρα μας, όπως, μεταξύ άλλων, η σύμβαση της Βέρνης, η σύμβαση της Βόννης και η σύμβαση της Βαρκελώνης .
Έλλη Ευθυμίου, NOMIKOΣ
No comments:
Post a Comment